- διορία
- ηπροθεσμία, καθορισμένο χρονικό διάστημα: Έχω διορία τριών ημερών, για να διαμαρτυρηθώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διορία — η (AM διορία, Α και διωρία) καθορισμένο χρονικό διάστημα, προθεσμία μσν. κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διορία < δι (α)·* + ορία < ορος < όρος και ο τ. διωρία < δι (α)·* + ωρία < ωρος < κρητ. και αργ. ώρος αντί… … Dictionary of Greek
προθεσμία — η, ΝΜΑ προκαθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι, διορία («σήμερα λήγει η προθεσμία υποβολής φορολογικών δηλώσεων») νεοελλ. 1. (πολ. δίκ.) χρονικό διάστημα ορισμένο ή δυνάμενο να οριστεί, εντός τού οποίου ή μετά την… … Dictionary of Greek
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek
diorie — DIORÍE, diorii, s.f. (Grecism înv.) Termen de plată; scadenţă, soroc. [pr.: di o ] – Din ngr. dioría. Trimis de LauraGellner, 13.07.2004. Sursa: DEX 98 DIORÍE s. v. scadenţă, termen. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime dioríe s … Dicționar Român
προθεσμία — η ορισμένο χρονικό διάστημα για κάτι, διορία: Έληξε η προθεσμία των εγγραφών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)